δοριμανής

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐμᾰνής Medium diacritics: δοριμανής Low diacritics: δοριμανής Capitals: ΔΟΡΙΜΑΝΗΣ
Transliteration A: dorimanḗs Transliteration B: dorimanēs Transliteration C: dorimanis Beta Code: dorimanh/s

English (LSJ)

ές,

   A raging with the spear, E.Supp.485.

German (Pape)

[Seite 658] ές, mit dem Speere wüthend, kampfgierig; Eur. Suppl. 501; auch δορυμανής, Stob.; vgl. δουρομανής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
follement passionné pour la guerre.
Étymologie: δόρυ, μαίνομαι.

Spanish (DGE)

(δορῐμᾰνής) -ές

• Alolema(s): δουρι- AP 9.485 (Hld.)
enloquecido por la lanza, Ἑλλάς E.Supp.485, Ἀχιλλεύς AP l.c., cf. δουρομανής.

Greek Monolingual

δοριμανής και δουριμανής, -ές (Α)
μανιασμένος για πόλεμο.

Greek Monotonic

δορῐμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που αγαπά με μανία το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δοριμᾰνής: бешено жаждущий войн, охваченный воинственным пылом (Ἑλλάς Eur.).

Middle Liddell

δορῐ-μᾰνής, ές adj adj μαίνομαι
raging with the spear, Eur.