δευτερεύω

Revision as of 17:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be second, οὐδενός Plb. 18.55.5; δ. μετὰ τὸν βασιλέα D.S.1.73, cf. Str.8.6.18; δ. τινός to be next best to it, Dsc.3.39, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.11.3; δ. τινί to play second to .., Plu.Eum.13, cf. LXXEs.4.8.

German (Pape)

[Seite 553] der Zweite dem Range, der Beschaffenheit nach sein, τινί, sich Jemand unterordnen, od. nach ihm die zweite Rolle spielen, Plut. Eum. 13; τινός, Jemandem nachstehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερεύω: εἶμαι δεύτερος, δευτερ. τινός, εἶμαι ὁ ἄριστος μετ’ ἐκεῖνον, Διοσκ. 3. 47· δευτ. τινί, εἶμαι δεύτερος μετά τινα, ἐνεργῶ ὡς τοιοῦτος…, Πλουτ. Εὐμ. 13.

French (Bailly abrégé)

jouer le second rôle : τινί un rôle inférieur à celui d’un autre.
Étymologie: δεύτερος.

Spanish (DGE)

ser segundo, venir después, ser inferior c. gen. δ. τινός ser el mejor después de otro Dsc.3.39, οὐδενὸς ... δ. no ser inferior a nadie Plb.18.55.5, ὁ ἱερεὺς ὁ δευτερεύων LXX Ie.52.24, c. dat. δ. ἐκείνῳ desempeñar una función inferior a la de aquél Plu.Eum.13, sin rég. δευτερευέτω ἡ (καῦσις) διὰ τῶν φαρμάκων póngase en segundo lugar (la cauterización) por medio de medicamentos Herod.Med. en Orib.10.11.3
part. ὁ δευτερεύων el segundo, inmediatamente inferior de pers., c. gen. ὁ δ. Τραχίνου el segundo en el mando de Traquino Hld.5.30.1, c. dat. ὁ δ. τῷ βασιλεῖ LXX Es.4.8, c. dat. instrum. δευτερεύοντες μετὰ τὸν βασιλέα ταῖς τε δόξαις καὶ ταῖς ἐξουσίαις D.S.1.73, πόλις δευτερεύουσα τῇ τάξει Str.8.6.18
abs. como tít. oficial UPZ 159.13 (III a.C.)
en lit. jud. crist. del hijo de Dios ἄξιον εἶναι τῆς δευτερευούσης μετὰ τὸν θεὸν ... τιμῆς ser digno del segundo lugar de honor después de Dios Origenes Cels.7.57, cf. I.BI 1.467, AI 18.243, δευτερεύων κατὰ τὴν σάρκα Cyr.Al.Pulch.p.109.24, de cosas ἀνεβίβασαν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δευτερεῦον lo montaron sobre un segundo carro LXX 2Pa.35.24, κατὰ τῆς δευτερευούσης κρηπῖδος ... ὑπεκάθηντο Hld.10.6.3.

Greek Monolingual

(AM δευτερεύω) δεύτερος
1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο
2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα»)
μσν.- νεοελλ.
ο Δευτερεύων
τιμητικό οφφίκιο που απονέμεται σε κληρικούς και μοναχούς, οι οποίοι είναι πρώτοι τη τάξει μετά τον ηγούμενο, πρωτοπρεσβύτερο ή αρχιδιάκονο
νεοελλ.
φρ.
1. «δευτερεύουσα πρόταση» — αυτή που προσδιορίζει το σύνολο ή κάποιον όρο άλλης πρότασης και μπορεί να εισάγεται με μόρια, υποτακτικούς συνδέσμους, αναφορικές ή ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα
2. «δευτερεύοντες άνεμοι» — όσοι περιλαμβάνονται μεταξύ κάθε ζεύγους τών κυρίων ανέμων, δηλ. ο ΒΑ. ΒΔ. ΝΑ. ΝΔ.
3. «δευτερεύων άξων κατόπτρου» — κάθε ευθεία που διέρχεται από το κέντρο καμπυλότητας του κατόπτρου και όχι από την κορυφή
4. «δευτερεύων άξων φακού» — κάθε ευθεία που διέρχεται από το οπτικό κέντρο του φακού και δεν συμπίπτει με τον κύριο άξονα
5. «δευτερεύον κύκλωμα» — το κύκλωμα του οποίου τα ρεύματα παράγονται με την επίδραση τών ρευμάτων άλλου, του πρωτεύοντος κυκλώματος
6. «δευτερεύουσα θάλασσα» — λεκάνη θάλασσας που γειτονιάζει με ωκεανό και με τον οποίον συγκοινωνεί με υφαλαυχένα ή με ευρύτατο διέκπλου.

Greek Monotonic

δευτερεύω: μέλ. -σω (δεύτερος), έρχομαι δεύτερος, δευτ. τινί, είμαι δεύτερος σε σχέση με..., σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δευτερεύω [δεύτερος] de tweede zijn, op de tweede plaats komen, ondergeschikt zijn.

Russian (Dvoretsky)

δευτερεύω: быть на втором месте, играть вторую роль: δευτερεῦσαι τινι Plut. оказаться на втором месте после кого-л.

Middle Liddell

δεύτερος
to be second: δευτ. τινί to play second to… , Plut.