προσπαρατρώγω

From LSJ
Revision as of 18:18, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρατρώγω Medium diacritics: προσπαρατρώγω Low diacritics: προσπαρατρώγω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: prosparatrṓgō Transliteration B: prosparatrōgō Transliteration C: prosparatrogo Beta Code: prosparatrw/gw

English (LSJ)

   A gnaw at the side besides: metaph., nibble at one's reputation or depreciate besides, D.L.2.107.

German (Pape)

[Seite 776] (s. τρώγω), noch dazu, dabei benagen, übertr., verspotten, D. L. 2, 107.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρατρώγω: τρώγω, δάκνω τινὰ προσέτι, καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.

Greek Monolingual

Α
1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τον εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα δόντια»].

Russian (Dvoretsky)

προσπαρατρώγω: досл. обгрызать, обкусывать, перен. осмеивать, глумиться (τινά Diog. L.).