καρπαία
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἡ,
A mimic dance of the Thessalians, in which a peasant scuffles with a cattle-stealer, τὴν καρπαίαν… ἐν τοῖς ὅπλοις ὀρχεῖσθαι X.An.6.1.7, cf. Ath.1.15f:—also κάρπεα, ἡ, Maced., acc. to Hsch.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, sc. ὄρχησις, der Fruchttanz, Xen. An. 5, 9, 7 u. Max. Tyr. 28, 4 beschrieben; Ath. I, 15 f.
Greek (Liddell-Scott)
καρπαία: ἡ, μιμική τις ὄρχησις τῶν Θεσσαλῶν, καθ᾽ ἣν χωρικὸς μάχεται κατά τινος θέλοντος νὰ κλέψῃ τὰ κτήνη του, μετὰ τοῦτο Αἰνιᾶνες καὶ Μάγνητες ἀνέστησαν οἳ ὠρχοῦντο τὴν καρπαίαν καλουμένην ἐν τοῖς ὅπλοις Ξεν. Ἀν. 6. 1, 7, πρβλ. Ἀθήν. 15F· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. 41. (Πρβλ. κραιπνός).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ὄρχησις;
sorte de danse mimée d’origine macédonienne, d’un paysan et d’un malfaiteur qui veut lui voler ses bœufs.
Étymologie: καρπός.
Greek Monolingual
καρπαία, ἡ (Α)
μιμική όρχηση τών Θεσσαλών κατά την οποία ο χωρικός μαχόταν εναντίον κάποιου ο οποίος ήθελε να του κλέψει τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. καρπός (Ι)].
Greek Monotonic
καρπαία: ἡ, μιμική όρχηση των Θεσσαλών, σε Ξεν. (πιθ. από το ἁρπ-άζω).
Russian (Dvoretsky)
καρπαία: ἡ (sc. ὄρχησις) карпея (мимическая пляска, изображающая борьбу пахаря с разбойником) Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρπαία -ας, ἡ [καρπός] karpaia (een dans).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a mimetic dance in arms of the Thessalians (X. An. 6, 1, 7, Ath. 1, 15f, H. [cod. καπρία]; also καπρία εἷδος ὀρχήσεως, and κάρπεα ὄρχησις Μακεδονική).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - The description of the dance in Ath. l. c. (and in Max. Tyr. 28, 4 without mention of the name) cannot be combined with καρπός fruit nor with καρπός root of the hand. The variation -αια \/ -εα \/ -ια see Beekes, Pre-Greek, Suffixes: -αι- \/ -ε(ι)-.
Middle Liddell
καρπαία, ἡ,
a mimic dance of the Thessalians, Xen. [Perh. from ἁρπάζω.]
Frisk Etymology German
καρπαία: {karpaía}
Forms: auch κάρπεα· ὄρχησις Μακεδονική).
Grammar: f.
Meaning: Ben. eines mimischen Waffentanzes der Thessalier (X. An. 6, 1, 7, Ath. 1, 15f, H. [cod. καπρία;
Etymology : Die Beschreibung des Tanzes bei Ath. l. c. (und bei Max. Tyr. 28, 4 ohne Nennung des Namens) läßt sich weder mit καρπός Frucht noch mit καρπός Handwurzel ungesucht vereinigen.
Page 1,791