κλίνειος

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνειος Medium diacritics: κλίνειος Low diacritics: κλίνειος Capitals: ΚΛΙΝΕΙΟΣ
Transliteration A: klíneios Transliteration B: klineios Transliteration C: klineios Beta Code: kli/neios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or for beds, ξύλα D.27.10.

German (Pape)

[Seite 1453] zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.

Greek (Liddell-Scott)

κλίνειος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην, ξύλα κλίνεια Δημ. 816. 19.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lit.
Étymologie: κλίνη.

Greek Monolingual

κλίνειος, -εία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ειος (πρβλ. κήπ-ειος, λεόντ-ειος)].

Greek Monotonic

κλίνειος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κλίνειος: (λῑ) относящийся к кровати (ξύλα Dem.).

Middle Liddell

κλίνειος, η, ον
of or for beds, Dem. [from κλί¯νη]