μελασμός
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ὁ,
A blackening of flesh from mortification, Hp.Aph. 5.17 (pl.). 2 dyeing black, μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446. II black spot, Plu.2.921f (pl.), Simp.in Ph.1294.20; on snakes, Plu.2.564d.
German (Pape)
[Seite 121] ὁ, das Schwärzen, im plur. schwarze Flecken, Plut. tac. orb. lun. 5.
Greek (Liddell-Scott)
μελασμός: ὁ, «μαύρισμα», τῶν τριχῶν Διοσκ. 1. 155· ἰδίως «μελάνιασμα» ἐκ νεκρώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. μελανὸν στίγμα, Πλουτ. 2. 921F.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. μέλασμα.
Greek Monolingual
μελασμός, ὁ (Α) μελαίνω
1. το μελάνιασμα τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως
2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.)
3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα
4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα.
Russian (Dvoretsky)
μελασμός: ὁ черное пятно Plut.