νεόσπορος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ον,
A newly sown, κῦμα A.Eu.659.
German (Pape)
[Seite 244] neu, frisch gefä't, erzeugt, κυμα, Aesch. Eum. 629.
Greek (Liddell-Scott)
νεόσπορος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ σπαρείς, νεόσπαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 659.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semé ou répandu depuis peu.
Étymologie: νέος, σπείρω.
Greek Monolingual
νεόσπορος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα («τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου», Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σπόρος.
Greek Monotonic
νεόσπορος: -ον (σπείρω), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νεόσπορος: вновь зачатый (κῦμα = κύημα Aesch.).