παλινδορία
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ,
A mending of shoes: hence in concrete, mended shoes, Pl.Com.164, cf. Poll.6.164.
German (Pape)
[Seite 450] ἡ, Leder zu Schuhsohlen, Poll. 6, 164; Plat. comic. bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
παλινδορία: ἡ, εἰργασμένον δέρμα, σκύτος χρήσιμον διὰ πέλματα πεδίλων, Πλάτων. Κωμ. ἐν «Σύφρακι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 164, Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. προοιμ.
Greek Monolingual
παλινδορία, ἡ (Α)
1. κατεργασία δέρματος για πέλματα υποδημάτων
2. (με περιλπτ. σημ.) μπαλωμένα παπούτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δορία (< -δόρος < δορά)].