παρολισθάνω

From LSJ
Revision as of 08:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρολισθάνω Medium diacritics: παρολισθάνω Low diacritics: παρολισθάνω Capitals: ΠΑΡΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: parolisthánō Transliteration B: parolisthanō Transliteration C: parolisthano Beta Code: parolisqa/nw

English (LSJ)

later παρολισθ-αίνω, Apollod.Poliorc.154.4 :—

   A slip aside, ἐς τὸ πλάγιον Hp.Art.16 ; slip in, εἰς ἔντερα Dsc.Alex.11, cf. Plu.2.698c, 701b, Luc.Laps.15.    II make a mistake, Plb.31.31.1.

Greek (Liddell-Scott)

παρολισθάνω: μεταγεν: -αίνω, μέλλ. -ολισθήσω· ἀόρ. β΄ -ώλισθον· - ὀλισθαίνω κἄπως, ἐς τὸ πλάγιον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· εἰσέρχομαι λάθρα ἢ κατὰ τύχην πλησίον, εἰς ἔντερα Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 698C, 701Β· εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσματ. 15.

French (Bailly abrégé)

v. παρολισθαίνω.

Greek Monolingual

και παρολισθαίνω Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια
2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω
3. σφάλλω, κάνω σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀλισθαίνω / -άνω «γλυστρώ»].