προεκκόπτω

From LSJ
Revision as of 09:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκόπτω Medium diacritics: προεκκόπτω Low diacritics: προεκκόπτω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΠΤΩ
Transliteration A: proekkóptō Transliteration B: proekkoptō Transliteration C: proekkopto Beta Code: proekko/ptw

English (LSJ)

   A excise first, τοὺς σπονδύλους Gal.2.682:—Pass., ib.702.    II destroy first, Lib.Or.39.15.

German (Pape)

[Seite 718] vorher herausschlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκόπτω: ἐκβάλλω διὰ κτυπήματος πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 683, 1, ὁ αὐτ., αὐτόθι 682, 6, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω κάτι πέρα ώς πέρα
2. (σχετικά με οστό) εξάγω, βγάζω με χτύπημα προηγουμένως («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
3. κατακόβω, καταστρέφω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκόπτω «κόβω και αφαιρώ»].