πετρόκοιτος

From LSJ
Revision as of 11:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρόκοιτος Medium diacritics: πετρόκοιτος Low diacritics: πετρόκοιτος Capitals: ΠΕΤΡΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: petrókoitos Transliteration B: petrokoitos Transliteration C: petrokoitos Beta Code: petro/koitos

English (LSJ)

ον,

   A with bed of rock, εὐνά Simm.26.18.

German (Pape)

[Seite 606] im Felsen liegend, schlafend, Simmias Ov.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόκοιτος: -ον, ὁ ἔχων κοίτην ἐκ πετρῶν, εὐνὴ Ἀνθ. Π. 15, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit au milieu des rochers.
Étymologie: πέτρος, κοίτη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κοιμάται μέσα στις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ορεσί-κοιτος].

Greek Monotonic

πετρόκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που έχει πέτρινο κρεβάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πετρόκοιτος: находящийся в скалах, скалистый (εὐνή Anth.).

Middle Liddell

πετρό-κοιτος, ον, κοίτη
with bed of rock, Anth.