προεκτίθημι

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκτίθημι Medium diacritics: προεκτίθημι Low diacritics: προεκτίθημι Capitals: ΠΡΟΕΚΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: proektíthēmi Transliteration B: proektithēmi Transliteration C: proektithimi Beta Code: proekti/qhmi

English (LSJ)

   A put out or publish before, λόγον ζητήματος ib. 1035b; ἔστιν ἃ εἰς τὸ δημόσιον D.C.53.21.    2 build out, as a salient or projection, Ph.Bel.84.6.    II set forth or expound before or by way of preface, τὸ πρᾶγμα τοῖς ἀκούουσι π. Arist.Rh.Al.1436a40; δι' ἃ -τεθήκαμεν Demetr.Lac.Herc.1055.23: more freq. in Med., Plb.1.13.1, Str.1.2.31, J.AJ12.2.5: so in pf. Pass., καθότι -τεθείμεθα SIG 685.56 (Magn. Mae., ii B.C.); καθ' ἣν -τεθείμεθα τήρησιν A.D.Synt.70.1, cf. Heliod. ap. Orib.49.21.15.    2 Med., secrete and prepare beforehand, τοῖς ἐμβρύοις ἡ φύσις π. τὴν τροφήν Arist.GA746a3.

German (Pape)

[Seite 719] (s. τίθημι), vorher aus- od. wegsetzen, Arist. gen. an. 2, 7; med., vorher kurz auseinandersetzen, Pol. 1, 13, 1. 3, 1, 5; ἐς τὸ δημόσιον D. C. 53, 21; Rhett. bei Hermog. de invent. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προεκτίθημι: ἐκτίθημί τι πρότερον, τι εἰς τὸ δημόσιον Δίων Κ. 53. 21. ΙΙ. Μέσ., ἐκθέτω πρότερον ἢ ἐν εἴδει προλόγου, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 30, 2, Πολύβ. 1. 13, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. προεκτέθειμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2561b. 55. 2) προκατεργάζομαι, προπαρασκευάζω, τοῖς ἐμβρύοις τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4.

Greek Monolingual

Α ἐκτίθημι
1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι
2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.)
3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση
4. μέσ. προεκτίθεμαι
προπαρασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκτίθημι meestal med. vooraf uiteenzetten.