σισυρνοδύτης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ,
A one who wears a σίσυρνα, Lyc. 634.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, der in eine σίσυρνα kriecht od. schlüpft, mit einem Flausrocke bekleidet ist, Lycophr. 634.
Greek (Liddell-Scott)
σῐσυρνοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἐνδεδυμένος σίσυρναν, Λυκόφρ. 634. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ντυμένος με σίσυρνα, με κάπα ή γούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. του σισύρα «κάπα» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο-δύτης, τρωγλο-δύτης.