συναποπέμπω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
A send off together, X.Cyr.3.1.2 (v.l. συνέπεμπε); send out as well, ὑμένα Gal.2.523.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich ab- od. wegschicken, Xen. Cyr. 3, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συναποπέμπω: πέμπω ὁμοῦ, καὶ κόσμον δὲ συναπέπεμπε Ξεν. Κύρ. 3, 1, 2 (διάφορ. γραφ. συνέπεμπε).
French (Bailly abrégé)
renvoyer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποπέμπω.
Greek Monolingual
Α ἀποπέμπω
1. πέμπω συγχρόνως
2. αποπέμπω επίσης.
Greek Monotonic
συναποπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω, εκδιώκω μαζί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συναποπέμπω: отсылать вместе (τί τινι Xen. - v. l. συμπέμπω).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αποπέμπω tegelijk wegsturen.