συναριστεύω
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
A do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.
French (Bailly abrégé)
rivaliser de bravoure avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀριστεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνᾰριστεύω: μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από κοινού με, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰριστεύω: вместе прославляться, отличиться (σ. ἅμα τινί Eur.).