ἰχνεία
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ἡ,
A casting about for the scent, of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, das Aufspüren, Xen. Cyn. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνεία: ἡ, τὸ ἰχνεύειν, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἴχνευσις.
Greek Monolingual
ἰχνεία, ἡ (Α) ιχνεύω
το να ιχνεύει κανείς, το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η ἴχνευσις.
Greek Monotonic
ἰχνεία: ἡ (ἴχνος), ιχνηλασία βάσει της μυρωδιάς, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνεία: ἡ Xen. = ἴχνευσις.
Middle Liddell
ἰχνεία, ἡ, ἴχνος
a casting about for the scent, of hounds, Xen.