ῥαπτός

From LSJ
Revision as of 12:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαπτός Medium diacritics: ῥαπτός Low diacritics: ραπτός Capitals: ΡΑΠΤΟΣ
Transliteration A: rhaptós Transliteration B: rhaptos Transliteration C: raptos Beta Code: r(apto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stitched, patched, χιτών, κνημῖδες, Od. 24.228,229; ἐν σκυταρίοις ῥ. Anaxil.18.6; πλοῖα boats made of hides sewn together, Str.7.4.1.    2 metaph., strung together, continuous, ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί Pi.N.2.2; cf. ῥαψῳδός.    II worked with the needle: hence ῥαπτά, τά, embroidered carpets, X.HG4.1.30; ῥαπτὴ σφαῖρα a ball of divers colours, AP12.44 (Glauc.).

German (Pape)

[Seite 834] zusammengenäht, geflickt; χιτών, κνημῖδες, Od. 24, 228. 229; übh. zusammengefügt, ἔπεα, Pind. N. 2, 2. – Auch durchnäht, gestickt, od. gesteppt, τὸ ῥαπτόν, ein weicher, gesteppter Teppich, Xen. Hell. 4, 1, 30, ἐφ' ὧν καθίζουσιν οἱ Πέρσαι μαλακῶς; u. so ist wohl auch ῥαπτὴ σφαῖρα ein bunter Ball, Glauc. 1 (XII, 44).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαπτός: -ή, -όν, (ῥάπτω) ἐρραμμένος, χιτών, κνημῖδες Ὀδ. Ω. 228, 229· ἐν σκυταρίοις ῥ. Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· πλοῖα ῥ., πεποιημένα ἐκ δερμάτων συνερραμμένων, Στράβ. 308. 2) μεταφορ., συνειρμένος, «ἀραδιασμένος» κατὰ σειράν, συνεχής, ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοὶ Πινδ. Ν. 2. 2· πρβλ. ῥᾳψωδός. ΙΙ. ὁ διὰ τῆς βελόνης εἰργασμένος· ὅθεν ῥαπτόν, τό, κεντητὸς τάπης (πρβλ. consuta tapetia, Πλούτ.), Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30· ῥαπτὴ σφαῖρα, σφαῖρα ἐκ δερμάτων διαφόρων χρωμάτων συνερραμμένη, Ἀνθ. Π. 12. 44.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 cousu : πλοῖα ῥαπτά embarcations faites de peaux cousues les unes aux autres;
2 piqué, pointillé ; τὸ ῥαπτόν XÉN sorte de tapis ou coussin piqué.
Étymologie: adj. verb. de ῥάπτω.

English (Autenrieth)

sewed, patched, Od. 24.228 and 229.

English (Slater)

ῥαπτός
   1 stitched together met. Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί (N. 2.2)

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραφτός, -ή, -ό, Ν ῥάπτω/ ράβω]
ραμμένος, ενωμένος με ραφή (α. «ραφτά παπούτσια» β. «περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῑδας ῥαπτὰς δέδετο», Ομ. Οδ.)·)

Greek Monotonic

ῥαπτός: -ή, -όν (ῥάπτω
I. 1. ραμμένος, μπαλωμένος, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., ο περασμένος σε αρμαθιά, αραδιασμένος (σε σειρά), συνεχής, λέγεται για στίχους, στροφές, ποιήματα, σε Πίνδ.
II. δουλεμένος με βελόνα· ῥαπτόν, τό, κεντητό χαλί, σε Ξεν.· ῥαπτὴ σφαῖρα, μπάλα ραμμένη από δέρματα διαφόρων, ποικίλων χρωμάτων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥαπτός:
1) заплатанный, заштопанный (χιτών Hom.);
2) сшитый из лоскутьев, лоскутный (σφαῖρα Anth.; перен. ἔπεα Pind.).

Middle Liddell

ῥαπτός, ή, όν ῥάπτω
I. stitched, patched, Od.
2. metaph. strung together, continuous, of verses, Pind.
II. worked with the needle: ῥαπτόν, οῦ, an embroidered carpet, Xen.; ῥαπτὴ σφαῖρα a stitched ball, of divers colours, Anth.