ὁμοεθνία

From LSJ
Revision as of 12:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοεθνία Medium diacritics: ὁμοεθνία Low diacritics: ομοεθνία Capitals: ΟΜΟΕΘΝΙΑ
Transliteration A: homoethnía Transliteration B: homoethnia Transliteration C: omoethnia Beta Code: o(moeqni/a

English (LSJ)

ἡ, lit.,

   A descent from the same people or race : then, connection and sympathy of parts, Hp.Loc.Hom.1, Mul.2.174.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, das Abstammen von demselben Volk. – Bei Hippocr. der Zusammenhang und die Mitempfindung der Theile.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεθνία: ἡ, κυριολεκτικῶς, καταγωγὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς· ― παρ᾿ Ἱππ., σχέσις καὶ συμπάθεια μερῶν, ― ὡς παρ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ ἔθνος κεῖται ἀντὶ τοῦ μέρος, 408. 30., 663. 52.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοεθνία, ιων. τ. ὁμοεθνίη) ομοεθνής
η καταγωγή από το ίδιο έθνος
νεοελλ.
το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν σε ένα έθνος
αρχ.
η συμμετρία τών μερών του σώματος.