συνδιαβαίνω
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
A go through or cross over together, Th.6.101, X.An. 7.1.4; τινι with one, Plu.Sert.12, Lib.Or.18.67.
German (Pape)
[Seite 1006] (s. βαίνω), mit od. zugleich durch-od. hinübergehen; Thuc. 6, 101; Xen. An. 7, 1, 4; Folgde, wie Plut. Sert. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαβαίνω: διαβαίνω, διέρχομαι ὁμοῦ, Θουκ. 6. 101, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 4· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Σερτώρ. 12.
French (Bailly abrégé)
traverser en même temps ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, διαβαίνω.
Greek Monolingual
Α
διέρχομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monotonic
συνδιαβαίνω: μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ από κοινού, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαβαίνω, Att. ξυνδιαβαίνω samen (met...) of mede oversteken; met dat. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαβαίνω: вместе переходить, переправляться Thuc., Xen.: σ. τινί Plut. переправляться с кем-л.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
to go through or cross over together, Thuc., Xen.