συνεκπέμπω

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπέμπω Medium diacritics: συνεκπέμπω Low diacritics: συνεκπέμπω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΕΜΠΩ
Transliteration A: synekpémpō Transliteration B: synekpempō Transliteration C: synekpempo Beta Code: sunekpe/mpw

English (LSJ)

   A send out or forth together, τοὺς ἀχρείους εἰς Πελλήνην X.HG7.2.18; τοὺς οἰκέτας Id.Oec.7.35; τῶν ἅμ' αὐτοῖς -θέντων ἐπὶ Θερμοπύλας D.S. 11.4; help to get away, Plu.Brut.45:—Pass., Id.Mar.40.    2 of things, send forth or eject together, τὸ πῶμα Pl.Ti.91a; φωνήν Anon. ap.Suid. s.v. φιμοῖ.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich aus-, fort-, wegschicken; Plat. Tim. 91 a; Xen. Hell. 7, 2, 18 Oec. 7, 35 u. Sp., wie Plut. Timol. 2 u. Luc.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπέμπω: ἐκπέμπω ὁμοῦ, τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· τοὺς οἰκέτας ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 35· τινὰ ἅμα τινὶ ἐπὶ Θερμοπύλας Διόδ. 11. 4· ἐκπέμπω κρυφίως, Πλουτ. Μάρ. 40. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκπέμπωἐκρίπτω ὁμοῦ, τὸ πῶμα Πλάτ. Τίμ. 91Α· «τὸ στόμα τῇ χειρὶ φιμώσασα τοῦ ἐσφαγμένου μή τινα τῇ ψυχῇ συνεκπέμψειε φωνὴν» παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. φιμοῖ.

French (Bailly abrégé)

faire sortir ou renvoyer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἐκπέμπω
1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.)
2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.)
3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω, απορρίπτω συγχρόνως
4. (ειδ.) εκστομίζω.

Greek Monotonic

συνεκπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπέμπω:
1) вместе отсылать, одновременно высылать (τινὰς εἰς Πελλήνην Xen.);
2) помогать бежать (τινά Plut.);
3) одновременно выталкивать, проталкивать (τὸ πῶμα εἴς τι Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπέμπω van personen mede of tegelijk wegzenden, met acc. helpen ontsnappen, met acc. van zaken mede uitscheiden of lozen:. πῶμα vocht Plat. Tim. 91a.

Middle Liddell

fut. ψω
to send out together, Xen.