πελτάζω

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελτάζω Medium diacritics: πελτάζω Low diacritics: πελτάζω Capitals: ΠΕΛΤΑΖΩ
Transliteration A: peltázō Transliteration B: peltazō Transliteration C: peltazo Beta Code: pelta/zw

English (LSJ)

(πέλτη)

   A serve as a πελταστής, opp. ὁπλιτεύω, X.An.5.8.5, Vect.4.52, App.BC2.70.

German (Pape)

[Seite 551] ein πελταστής od. leichtbewaffneter Soldat sein, Xen An. 5, 8, 5 im Ggstz von ὁπλιτεύω, u. Sp., wie App.

Greek (Liddell-Scott)

πελτάζω: (πέλτη) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς ἤτοι ὡπλισμένος διὰ πέλτης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτεύω, Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.

French (Bailly abrégé)

servir comme peltaste, càd dans l’infanterie légère.
Étymologie: πέλτη.

Greek Monolingual

Α πέλτη
1. είμαι οπλισμένος με πέλτη, υπηρετώ ως πελταστής
2. είμαι ελαφρά οπλισμένος.

Greek Monotonic

πελτάζω: μέλ. -σω (πέλτη), υπηρετώ ως πελταστής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πελτάζω: служить в пельтастах, быть пельтастом Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελτάζω [πέλτη] milit. peltast zijn.

Middle Liddell

πελτάζω, fut. -σω πέλτη
to serve as a targeteer, Xen.