πολυάρματος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον,
A with many chariots, S.Ant.149 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 659] mit vielen Wagen, reich an Streitwagen, Theben, Soph. Ant. 149.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἅρματα, Σοφ. Ἀντ. 149F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chars nombreux.
Étymologie: πολύς, ἅρμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -άρματος (< ἅρμα, -τος), πρβλ. ευ-άρματος, χρυσ-άρματος).
Greek Monotonic
πολυάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει πολλά άρματα, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυάρματος -ον [πολύς, ἅρμα] met veel strijdwagens.
Russian (Dvoretsky)
πολυάρμᾰτος: богатый (боевыми) колесницами (Θήβη Soph.).