Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνδρείκελον

From LSJ
Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελον Medium diacritics: ἀνδρείκελον Low diacritics: ανδρείκελον Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΝ
Transliteration A: andreíkelon Transliteration B: andreikelon Transliteration C: andreikelon Beta Code: a)ndrei/kelon

English (LSJ)

τό,

   A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.).    II flesh-coloured pigment, Pl.R.501b, Cra.424e, X.Oec.10.5, Arist.GA725a26, Thphr.Lap.51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελον: τὸ, εἰκών, ὁμοίωμα ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν ἐνταῦθα κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. εἶδος ψιμυθίου χρῶμα σαρκὸς ἔχοντος, ὥσπερ οἱ ζωγράφοι ... οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.

Greek Monotonic

ἀνδρείκελον: τό (ἀνήρ, εἴκελος),
I. εικόνα ανδρός, ομοίωμα, σε Πλάτ.
II. χρωστική ουσία στο χρώμα του δέρματος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρείκελον: τό (sc. χρῶμα) телесный цвет Xen., Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀνήρ, εἴκελος
I. an image of a man, Plat.
II. a flesh-coloured pigment, Plat.