ἡλιοθαλπής
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ές,
A warmed by the sun, gloss on ἐλαθερής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1162] ές, von der Sonne erwärmt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοθαλπής: -ές, θερμαινόμενος ἢ θερμανθεὶς ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ἡλιοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο- + -θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ-θαλπής, πυρι-θαλπής].