ἰσομοιρέω

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομοιρέω Medium diacritics: ἰσομοιρέω Low diacritics: ισομοιρέω Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΕΩ
Transliteration A: isomoiréō Transliteration B: isomoireō Transliteration C: isomoireo Beta Code: i)somoire/w

English (LSJ)

   A have an equal share, Th.6.39, X.Cyr.2.3.17; τινος of a thing, D.48.19; τινὸς πρός τινα Th.6.16; πρὸς ἀλλήλους Isoc.5.39; τινός τινι Is.1.2, D.H.6.66.    II Astrol., occupy the same degree, Cat.Cod.Astr.5(1).219.

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Theil haben, τινί τινος, mit Einem an Etwas, Is. 1, 2, 35; von Städten, ἰσομοιρῆσαι πρὸς ἀλλήλους, im Ggstz von πλεονεκτεῖν, Isocr. 4, 17. 5, 39; ἢν δέ τι γένηται ἀγαθόν, ἀξιώσουσι πάντες ἰσομοιρεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 17; τῆς ξυμφορᾶς Thuc. 6, 16; von Gleichheit der Rechte in der Demokratie, 6, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομοιρέω: ἔχω ἴσον μερίδιον, Θουκ. 6. 39, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 17· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἰσαῖος 35. 9, Δημ. 1172. 27· τινος πρός τινα ἢ τινι, πράγματός τινος μετ’ ἄλλου προσ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 90Α. Ἀλ. 6. 66.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une part égale ; πρός τινα à celle de qqn.
Étymologie: ἰσόμοιρος.

Greek Monotonic

ἰσομοιρέω: μέλ. -ήσω, έχω ίσο μερίδιο, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομοιρέω: иметь равную долю, участвовать в равной мере (ἰ. πρὸς ἀλλήλους Isocr.; ἰ. τινι τῆς οὐσίας Isae.): ἀξιοῦν ἰ. Xen. претендовать на равную долю.

Middle Liddell

ἰσομοιρέω, fut. -ήσω
to have an equal share, Thuc., Xen. [from ἰσόμοιρος