ὀσμάομαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
older form ὀδμ- (v. ὀσμή),
A smell at a thing, τινος Arist. HA541a25, etc.; τι Gal.17(2).151: abs., smell, have the sense of smell, Democr.11 (in form ὀδμ-), Heraclit.98, Arist.de An.421a11, 424b16, AP11.240 (Lucill.); τὰ ὀσμώμενα the organs of smell, Gal.UP8.4:— Pass., ὀδμᾶσθαι Anon. Lond.33.19. II metaph., perceive, remark, Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου S.Fr.176 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 396] riechen, wittern, spüren; Arist. top. 1, 12; Plut. u. a. Sp.; – übertr., Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου, Soph. frg. 186.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμάομαι: ἀρχαιότερος τύπος ὀδμ- (ἴδε ὀσμή), ἀποθ., ὀσφραίνομαι, ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., ὀσφραίνομαι, ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, μετὰ γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
sentir, flairer, gén..
Étymologie: ὀσμή.
Greek Monotonic
ὀσμάομαι: αρχ. τύπος ὀδμ-, αποθ., οσμίζομαι, οσφραίνομαι κάτι· μεταφ., αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀσμάομαι: арх. ὀδμάομαι
1) нюхать, обнюхивать (τινος Arst.);
2) обладать обонянием, обонять (τὸ ὀσμᾶσθαι αἰσθάνεσθαί, sc. ἐστιν Arst.);
3) перен. пахнуть, отдавать (Λάκωνος ὀ. λόγου Soph.).
Middle Liddell
older form ὀδμ-]
Mid. to smell at a thing: metaph. to perceive, remark, c. gen., Soph.