ὁμόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόγλωσσος Medium diacritics: ὁμόγλωσσος Low diacritics: ομόγλωσσος Capitals: ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: homóglōssos Transliteration B: homoglōssos Transliteration C: omoglossos Beta Code: o(mo/glwssos

English (LSJ)

ον, Att. ὁμόγλωττος,

   A speaking the same tongue, Hdt.8.144, Phld.Po.2.72 ; τινι with one, Hdt.1.57,171, X.Cyr.1.1.5, etc.

German (Pape)

[Seite 333] att. -γλωττος, gleichsprachig, einerlei Sprache redend; τινί, Her. 1, 171. 2, 158; absolut, 8, 144; Xen. Cyr. 1, 1, 5; Sp., wie Luc. de salt. 64.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόγλωσσος: -ον, Ἀττ. -ττος, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, Ἡρόδ. 8. 144· τινι, μετὰ τινος, ὁ αὐτ. 1. 57, 171, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 5, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle la même langue : τινι, que qqn.
Étymologie: ὁμός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό-γλωσσος].

Greek Monotonic

ὁμόγλωσσος: -ον, Αττ. -ττος (γλῶσσα), αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόγλωσσος: атт. ὁμόγλωττος 2 одноязычный, говорящий на том же языке Her., Xen., Plut.: σφίσι ὁμόγλωσσοι Her. говорящие на одном с ними языке.

Middle Liddell

ὁμό-γλωσσος, ον, γλῶσσα
speaking the same tongue, Hdt.; τινι with one, Hdt., Xen.