ὁμοήθης

From LSJ
Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοήθης Medium diacritics: ὁμοήθης Low diacritics: ομοήθης Capitals: ΟΜΟΗΘΗΣ
Transliteration A: homoḗthēs Transliteration B: homoēthēs Transliteration C: omoithis Beta Code: o(moh/qhs

English (LSJ)

ες,

   A of the same habits or character, Pl.Grg.510c, Arist.EN1157a11 : Comp. -έστερος ib.1162a12 ; cf. ὁμήθης.

German (Pape)

[Seite 334] ες, von demselben Character; Plat. Gorg. 510 c; καὶ ὁμοπαθεῖς, Arist. Eth. 8, 11. S. auch ὁμήθης.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοήθης: -ες, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ἤθη, τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Γοργ. 510C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 5· ὁμοηθέστερος αὐτόθι 12, 6· ὡσαύτως ὁμήθης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a les mêmes mœurs ou le même caractère.
Étymologie: ὁμός, ἦθος.

Greek Monolingual

ὁμοήθης, -ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, -ες)
αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο-ήθης].

Greek Monotonic

ὁμοήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τις ίδιες συνηθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοήθης: имеющий одинаковый нрав, наделенный таким же характером Plat., Arst.

Middle Liddell

ὁμο-ήθης, ες ἦθος
of the same habits or character, Plat., Arist.