ταριχοπωλέω
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
A sell salt fish, Pl.Chrm.163b, Luc.Nec.17.
German (Pape)
[Seite 1071] eingesalzene Fische verkaufen, Plat. Charm. 163 b. – Auch sich mit Einbalsamiren von Leichnamen beschäftigen, Luc. Necyom. 17.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχοπωλέω: πωλῶ τεταριχευμένος, παστοὺς ἰχθῦς, Πλάτ. Χαρμ. 163Β. ΙΙ. ἀσχολοῦμαι εἰς τὴν ταρίχευσιν νεκρῶν σωμάτων, Λουκ. Νεκυομ. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire métier d’embaumer les corps.
Étymologie: ταριχοπώλης.
Greek Monotonic
τᾰρῑχοπωλέω:I. πουλώ ψάρια, σε Πλάτ.
II. ασχολούμαι με την ταρίχευση νεκρών σωμάτων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ταρῑχοπωλέω:
1) торговать соленой рыбой Plat.;
2) заниматься бальзамированием Luc.
Middle Liddell
τᾰρῑχοπωλέω,
I. to sell salt fish, Plat.
II. to be engaged with the embalming of corpses, Luc. [from τᾰρῑχοπώλης]