ἀκρώρεια

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρώρεια Medium diacritics: ἀκρώρεια Low diacritics: ακρώρεια Capitals: ΑΚΡΩΡΕΙΑ
Transliteration A: akrṓreia Transliteration B: akrōreia Transliteration C: akroreia Beta Code: a)krw/reia

English (LSJ)

ἡ, (ὄρος)

   A mountain ridge, X.HG7.2.10, Theoc.25.31, Hp.Ep.10, Timae.94, Plb.24.6.5.

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Bergspitze, Xen. Hell. 7, 2, 10; Theocr. 25, 31; Sp., wie Pol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρώρεια: ἡ, (ὄρος) ἡ ἄκρα, ἤτοιῥάχις ἢ ἡ κορυφὴ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 10, Θεόκρ.25. 31, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sommet d’une montagne.
Étymologie: ἄκρος, ὄρος.

Greek Monolingual

η (Α ἀκρώρεια)
άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού
(AM) το άκρον άωτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται].

Greek Monotonic

ἀκρώρεια: ἡ (ὄρος), βουνοκορφή, σε Ξεν., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρώρεια: ἡ вершина горы Xen., Theocr., Polyb., Plut.

Middle Liddell

ὄρος
a mountain-ridge, Xen., Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκρώρεια -ας, Ion. ἀκρωρείη -ης, ἡ ἄκρος, ὄρος bergtop; ook als naam van een bergtop in Sicyon.