ἀλφιταμοιβός

Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A dealer in ἄλφιτα, Ar.Av. 491, al.

German (Pape)

[Seite 112] ὁ, Mehlhändler, Ar. Nub. 630 Av. 491.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, πωλητὴς ἀλφίτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
marchand de farine.
Étymologie: ἄλφιτον, ἀμείβω.

Spanish (DGE)

(ἀλφῐτᾰμοιβός) -οῦ, ὁ
cambista que ofrece harina o farro de cebada a cambio de otros efectos, usurero ἀλφιταμοιβοὺς τοῖς ἀπόροις τρεῖς χοίνικας δεῖπνον παρέχειν que los usureros procuren a los pobres tres quénices de harina de cebada para cenar Ar.Ec.424, cf. Nu.640, Au.491, Poll.7.19.

Greek Monolingual

ἀλφιταμοιβός, ο (Α)
αυτός που εμπορεύεται άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + ἀμοιβὸς «αυτός που ανταλλάσσει»].

Greek Monotonic

ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ, έμπορος κριθάλευρων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλφῐτᾰμοιβός: ὁ торговец ячменной мукой, тж. хлеботорговец Arph.

Middle Liddell

a dealer in barley-meal, Ar.