ἀνθοκομέω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
A produce flowers, of the earth, βοτάνας ἀ. AP7.321.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen pflegen, γῆ ἀνθοκομεῖ βοτάνας Ep. ad. 650 (VII, 321).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοκομέω: περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ ἢ παράγω ἄνθη, γαῖα φίλη.. εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας Ἀνθ. Π. 7. 321.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se couvrir de fleurs.
Étymologie: ἀνθοκόμος.
Spanish (DGE)
producir floresde la tierra AP 7.321, τὸ ἔαρ Cyr.Al.M.73.620A.
Greek Monotonic
ἀνθοκομέω: μέλ. -ήσω, παράγω λουλούδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοκομέω: рождать цветы (γαῖα ἀνθοκομεῖ βοτάνας Anth.).