Ἄμμων
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
ωνος, ὁ, the Libyan
A Zeus, Ζεὺς Ἄμμων Pi.P.4.16: said to be Egyptian, Hdt.2.42; Ἄμμωνος (κέρας), = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130, etc.:—fem. Adj. Ἀμμωνίς, ίδος, Libyan, Ἄμμωνος ἕδρα seat of Ammon, i. e. Libya, E.Alc.114, El.734: Subst. Ἀ., ἡ, name of state-trireme, Din.Fr.14.2:—also Ἀμμωνιάς, άδος, Phot. s.v. Πάραλος: Ἀμμωνιακός, ή, όν, ἀπάτη AP7.687 (Pall.), esp. Ἄμμωνος ἅλας kind of rock-salt, Dinon 15, cf. Dsc.5.109, Gp.6.6.1, PMag.Lond.46.397:—ἀμμο-κή, ἡ, Ferula marmarica, Ps.-Dsc.3.84:—ἀμμο-κόν, τό, gum-ammoniacum, Dsc.3.48.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄμμων: -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς Ζεὺς Ἄμμων: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι Αἰγυπτιακὴ ἡ λέξις, Ἡρόδ. 2. 42 (ἔνθα ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. ἕδρα, ἡ ἕδρα τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ Λιβύη, Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Ammon, n. égyptien de Zeus.
English (Slater)
Ἄμμων cult name of Zeus in Libya “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. test., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
• Alolema(s): Ἀμμούς Arist.Fr.530; Ἀμμών Hsch.
• Morfología: [ac. Ἀμοῦν Hdt.2.42, Hecat.Abd.4]
I Amón
1 divinidad egipcia, sincretizada c. Zeus, Hdt.2.42, Pi.P.4.16, Ar.Au.716, Pl.Plt.257b, Stratt.63A, Plu.2.354c, Nonn.D.13.371
•c. referencia a su orác. y templo, hoy oasis de Siwah, Hdt.1.46, Pl.Phdr.275c, Ptol.Geog.4.5.33, 8.15.16, cf. 4.3.42, frec. expresado en giros c. prep. del tipo εἰς Ἄμμων' Ar.Au.619, Plu.Lys.20, D.S.17.49, Arr.An.7.14.7, ἐν Ἄ. Thphr.HP 4.3.5, Str.17.1.5, Paus.5.15.11, παρ' Ἄμμωνι Thphr.HP 5.3.7, παρ' Ἄμμωνος Arr.An.7.23.6, ἐξ Ἄ. Plu.Alex.72
•como hijo de Zeus y Pasífae, Plu.Agis 9
•como padre de Alejandro Magno, Ps.Callisth.1.15, 6.4, 7.8, Paus.4.14.8, Arr.An.4.9.9, Luc.DMort.14.5
•identificado c. el sol Λίβυς ... Ἄμμων Nonn.D.40.392
•como rey mítico de Libia, D.S.3.73, 5.44.
2 fiesta de Atenas en honor de Amón, IG 22.1496.96, Hsch.
II Amón
1 un pastor que fundó el templo de Amón, Paus.4.23.10.
2 epít. de Hiponico, hijo de Calias, en Atenas, Heraclid.Pont.58.22.
3 un geómetra que midió el perímetro de Roma, Olymp.Hist.469.
III 1bot. Ἄμμωνος κέρας hierba estrella, estrellamar, Plantago coronopus L., Ps.Dsc.2.130.
2 zool. Ἄ.· ὄφεις Κυρηναῖοι Hsch.
Greek Monotonic
Ἄμμων: -ωνος, ὁ, ο Λιβυκός Δίας-Άμμων, σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· θηλ. επίθ. Ἀμμωνίς, Ἀ. ἕδρα, η έδρα του Άμμωνα, δηλ. η Λιβύη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Ἄμμων: ωνος ὁ Аммон (ливийско-египетское божество, впосл. отождествленное с греч. Зевсом) Her., Plat.: ἐν Ἄμμωνος (sc. ἱερῷ) Plut. в храме Аммона.