ἐκμαρτύριον
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
τό,
A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2. II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
•testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).
Greek Monolingual
το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.