ἀναθορυβέω

From LSJ
Revision as of 15:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθορῠβέω Medium diacritics: ἀναθορυβέω Low diacritics: αναθορυβέω Capitals: ΑΝΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: anathorybéō Transliteration B: anathorybeō Transliteration C: anathoryveo Beta Code: a)naqorube/w

English (LSJ)

   A cry out loudly, commonly in applause, ἀ. ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3; ὡς εὖ εἰπόντος τινὸς ἀ. ib.6.1.30, cf. Pl. Smp.198a: abs., Euthd.276b.

German (Pape)

[Seite 188] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθορῠβέω: ποιῶ θόρυβον, ἐκφράζω θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. αὐτόθι 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, αὐτόθι Συμπ. 198Α. 2) διαταράσσω, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
acclamer bruyamment, applaudir.
Étymologie: ἀνά, θορυβέω.

Spanish (DGE)

1 dar muestras de aprobación ruidosamente, aplaudir οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3, ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν X.An.6.1.30, cf. Pl.Smp.198a
abs. ἅμα ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασαν Pl.Euthd.276b.
2 c. ac. conmocionar, alterar μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶν Eus.HE 4.15.1, cf. Hsch.

Greek Monotonic

ἀναθορῠβέω: μέλ. -ήσω,
I. κραυγάζω, εκφράζω δυνατά την επιδοκιμασία μου, σε Πλάτ., Ξεν.
II. με αιτ., επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθορῠβέω: издавать одобрительный шум Plat.: ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Xen. они криком одобрили его речь.

Middle Liddell


I. to cry out loudly, shout in applause, Plat., Xen.
II. c. acc. to applaud, Plat.