ἀντικελεύω

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικελεύω Medium diacritics: ἀντικελεύω Low diacritics: αντικελεύω Capitals: ΑΝΤΙΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: antikeleúō Transliteration B: antikeleuō Transliteration C: antikeleyo Beta Code: a)ntikeleu/w

English (LSJ)

   A bid, command in turn, Th.1.128: Pass., to be bidden to do a thing in turn, ib.139.

German (Pape)

[Seite 253] (s. κελεύω), dagegen befehlen, auffordern, Thuc. 1, 128. 139.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικελεύω: κελεύω καὶ ἐγὼ ἀφ’ ἑτέρου τὸν κελεύσαντα, ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 1. 128: - Παθ., κελεύομαι καὶ ἐγώ τι ἐξ ἄλλου, Λακεδαιμόνιοι δὲ ... τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν ὁ αὐτ. 1. 139.

French (Bailly abrégé)

donner un ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, κελεύω.

Spanish (DGE)

exigir a su vez, reclamar τοὺς Λακεδαιμονίους τὸ ἀπὸ Ταινάρου ἄγος ἐλαύνειν Th.1.128
v. pas. Λακεδαιμόνιοι ... τοιαῦτα ... ἀντεκελεύσθησαν a los lacedemonios les fueron exigidas tales cosas Th.1.139.

Greek Monolingual

ἀντικελεύω (Α)
διατάζω κι εγώ αυτόν που με διατάζει.

Greek Monotonic

ἀντικελεύω: μέλ. -σω, προστάζω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Παθ., καλούμαι να κάνω κάτι σε αντάλλαγμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικελεύω: отдавать в свою очередь приказание (ποιεῖν τι Thuc.): τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν Thuc. вот о чем они распорядились и о чем сами получили приказания.

Middle Liddell


to command in turn, Thuc.:— Pass. to be bidden to do a thing in turn, Thuc.