ἀντιβιάζομαι
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A use force against, AP12.183 (Strat.): abs., Ph.1.295,al.:—Pass., ῥώμη-βιασθέντες κραταιοτέρᾳ 2.423.
German (Pape)
[Seite 250] dagegen Gewalt brauchen, Strat. 25 (XII, 183); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβιάζομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι βίαν ἐναντίον βίας, Ἀνθ. Π. 12, 183, πρβλ. Φίλωνα 2. 423.
French (Bailly abrégé)
opposer la force à la force.
Étymologie: ἀντί, βιάζω.
Spanish (DGE)
hacer fuerza en contra c. dat. λάβροισιν χείλεσι ... ἀντιβιαζόμενος AP 12.183 (Strat.)
•abs., Ph.1.295
•en v. pas. ῥώμῃ ... ἀντιβιασθέντες κραταιοτέρᾳ Ph.2.423.
Greek Monotonic
ἀντιβιάζομαι: αποθ., μεταχειρίζομαι βία έναντι σε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβιάζομαι: отражать силу силой, сопротивляться Anth.