ἀπόσιτος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον,
A = ἄσιτος, having eaten nothing, ἡμερῶν τοσούτων ἀ. Hld.8.7, cf. Ael. ap. Ar.Byz.Epit.82.14, Luc. Hist.Conscr.21. 2 hungry, Philonid.1. II having an aversion for food, without appetite, Hp.Epid.1.26.σ, Plu.2.635c, Gal.16.654, Jul.Or.6.190d.
German (Pape)
[Seite 324] = ἄσιτος, der nichts gegessen hat, Philonid. bei Ath. VI, 247 e; vgl. III, 84 e; Luc. Quom. hist. scrib. 21; – appetitlos, Hippocr. Ael. N. A. 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσῑτος: -ον, = ἄσιτος, ὁ μηδὲν φαγών, ἡμερῶν τοσούτων ἀπ. Ἡλιόδ. 8. 7. 2) ἀπεχόμενος σιτίων, τροφῆς. Λουκ. πῶς Ἱστ. συγγρ. 21. 3) πεινασμένος, πεινῶν, Φιλωνίδ. ἐν «Κοθόρνοις» 4. ΙΙ. ὁ ἄνευ ὀρέξεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 982.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’abstient de manger;
2 qui a le dégoût des aliments.
Étymologie: ἀπό, σῖτος.
Spanish (DGE)
(ἀπόσῑτος) -ον
I inapetente, desganado οὐκ ἀ. οὐδὲ διψώδης Hp.Epid.1.26.6, μάλα ἀπόσιτοι γίνονται οἱ τοιοῦτοι Hp.Art.69, οὐκ ἀ. δὲ πάνυ οὐδὲ πυρετώδεες Hp.Mochl.35, cf. Prorrh.1.71, Gal.16.654, Plu.2.635c, Iul.Or.9.190d
•c. gen. ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων no queriendo probar nada Hp.Epid.1.2.
II 1que no ha comido, que está ayuno, que pasa hambre ἐγὼ δ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ' οὐκ ἀνέχομαι aunque no he comido, no puedo soportar tal (comida), Philonid.1, ἡμερῶν τοσούτων Hld.8.7.5, τρίτην ἔχων ὁ κύων ἀ. τὴν ἡμέραν Ael. en Ar.Byz.Epit.2.201, cf. Luc.Hist.Cons.21.
2 no invitado al banquete c. gen. τῶν θείων ... γάμων Cyr.Al.M.73.744A.
Greek Monolingual
ἀπόσιτος, -ον (AM)
αυτός που μένει χωρίς τροφή, νηστικός
αρχ.
1. ο πεινασμένος
2. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος.
Greek Monotonic
ἀπόσῑτος: -ον, αυτός που απέχει από την τροφή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσῑτος:
1) ничего не евший, не принимающий пищи Luc.;
2) не имеющий аппетита Plut.
Middle Liddell
abstaining from food, Luc.