ἐκπέραμα

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέρᾱμα Medium diacritics: ἐκπέραμα Low diacritics: εκπέραμα Capitals: ΕΚΠΕΡΑΜΑ
Transliteration A: ekpérama Transliteration B: ekperama Transliteration C: ekperama Beta Code: e)kpe/rama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A coming out of, δωμάτων A.Ch.655.

German (Pape)

[Seite 772] τό, der Ausgang, das Herauskommen, δωμάτων Aesch. Ch. 644.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέρᾱμα: τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sortie.
Étymologie: ἐκπεράω.

Spanish (DGE)

(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό
salida τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio A.Ch.655.

Greek Monolingual

ἐκπέραμα, το (Α)
το να περάσει, να έλθει κάποιος.

Greek Monotonic

ἐκπέρᾱμα: τό, πέρασμα, έξοδος από..., δωμάτων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπέρᾱμα: ατος τό выход: τρίτον τόδ᾽ ἐ. δωμάτων καλῶ Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома.

Middle Liddell

ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,
a coming out of, δωμάτων Aesch. [from ἐκπεράω