ἐπικληρόω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
Dor. ἐπι-κλᾱρόω,
A assign by lot, τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς D.21.13; ἐ. ταῖς ἀρχαῖς τὰ δικαστήρια Arist.Ath.59.5; τὰς διαίτας ib. 53.5; εἰς τὰς φυλὰς τὰ ὀνόματα OGI229.52 (Smyrna, iii B.C.); τινὰ ἐπὶ φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος Supp.Epigr.1.352.19 (Samos, iv B.C.); ἐ. τινά c. inf., appoint one to do, Call.Dian.23:— Pass., to be assigned by lot, τῷ μορίῳ ἑκάστῳ Pl.Lg.760b, Inscr.Prien. 37.103; τῶν δικαστηρίων -κεκληρωμένων having been settled by lot, D. 37.39. 2. have assigned one by lot, ἔθνος D.C.37.50.
German (Pape)
[Seite 950] durchs Loos zutheilen; φυλὴ μία τῷ μορίῳ ἑκάστῳ ἐπικληρωθεῖσα Plat. Legg. VI, 760 b; τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς Dem. 21, 13, öfter, wie Sp., ἐπὶ θανάτῳ τινάς, durchs Loos zum Tode bestimmen, decimiren, D. Cass. 41, 35; τὸ ἔθνος, ὃ ἐπεκεκλήρωτο, die Provinz, die er erloos't hatte, 37, 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
adjuger par la voie du sort, assigner ou désigner par la voie du sort.
Étymologie: ἐπί, κληρόω.
Greek Monotonic
ἐπικληρόω: Δωρ. -κλᾱρόω, μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον με κλήρο, τί τινι, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικληρόω: назначать или присуждать согласно жребию (τινι Plat., Dem., Arst.).
Middle Liddell
doric -κλᾱρόω fut. ώσω
to assign by lot, τί τινι Dem., etc.