ὑποξύριος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποξῠριος Medium diacritics: ὑποξύριος Low diacritics: υποξύριος Capitals: ΥΠΟΞΥΡΙΟΣ
Transliteration A: hypoxýrios Transliteration B: hypoxyrios Transliteration C: ypoksyrios Beta Code: u(pocu/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A on which shears or razors are rubbed, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1227] unter dem Scheermesser, φάρσος πετάσου Phani. 6 (VI, 307).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξύριος: [ῡ], -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὸ ξυράφιον ὤν, Ἀνθ. Π. 6. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sous le rasoir.
Étymologie: ὑπό, ξυρόν.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. -ιος].

Greek Monotonic

ὑποξύριος: [ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι, ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποξύριος: (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου φάρσος Anth.).

Middle Liddell

ὑ˘πο-ξύριος, η, ον ξυρόν
under the rasor, Anth.