πανδοκεύω

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδοκεύω Medium diacritics: πανδοκεύω Low diacritics: πανδοκεύω Capitals: ΠΑΝΔΟΚΕΥΩ
Transliteration A: pandokeúō Transliteration B: pandokeuō Transliteration C: pandokeyo Beta Code: pandokeu/w

English (LSJ)

(πάνδοκος)

   A entertain as a host or innkeeper, Timocr. 1.10, Hdt.4.95, Pl.Lg.918e: abs., keep an inn or lodging-house, Thphr.Char.6.5:—Pass., to be furnished with inns, ὅσα μέρη -εύεται κατὰ τὴν δίοδον D.H.4.53.

German (Pape)

[Seite 458] ein πανδοκεύς sein, als Gastwirth aufnehmen, beherbergen; πανδοκεύοντα τῶν ἀστῶν τοὺς πρώτους καὶ εὐωχέοντα, Her. 4, 95; Plat. Legg. XI, 918 e, neben καπηλεύειν; Sp. – Pass., ὅσα μέρη πανδοκεύεται, D. Hal. 4, 53, mit Gasthäusern besetzt sein.

Greek (Liddell-Scott)

πανδοκεύω: (πάνδοκος) δέχομαι καὶ περιποιοῦμαι ξένον, Ἡρόδ. 4. 95, Πλάτ. Νόμ. 918Ε· ἀπολ., διατηρῶ πανδοκεῖον, δηλ. ξενοδοχεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. - Παθ., ἔχω πανδοχεῖα, ὅσα μέρη πανδοκεύεται Διον. Ἁλ. 4. 53· - ἴδε πανδοκεῖον ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

héberger ou traiter tout le monde.
Étymologie: πάνδοκος.

Greek Monolingual

Α
βλ. πανδοχεύω.

Greek Monotonic

πανδοκεύω: μέλ. -σω, (πάνδοχος), υποδέχομαι και διασκεδάζω κάποιον φιλοξενούμενο, σε Ηρόδ., Πλάτ.· απόλ., διατηρώ πανδοχείο ή ξενώνα, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδοκεύω [πάνδοκος] gastvrij ontvangen; Hdt. 4.95.3; abs. herberg houden, een herberg runnen. Thphr. Char. 6.5.

Russian (Dvoretsky)

πανδοκεύω:
1) держать постоялый двор Plat.;
2) радушно принимать у себя (τινά Her.).

Middle Liddell

πανδοκεύω, fut. -σω πάνδοκος
to receive and entertain as a host, Hdt., Plat.: absol. to keep an inn, Theophr.