φόλλις

From LSJ
Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόλλις Medium diacritics: φόλλις Low diacritics: φόλλις Capitals: ΦΟΛΛΙΣ
Transliteration A: phóllis Transliteration B: phollis Transliteration C: follis Beta Code: fo/llis

English (LSJ)

εως, ὁ, Lat.

   A follis, bellows, AP9.528 (Pall.).    II a small coin, 1/288 of a solidus, OGI521.24, al. (Abydos, v/vi A.D.), Procop. Arc.25, Suid., Eust.136.13.    III property-tax, Zos.2.38, Cod.Just.12.2.2.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, auch ὁ (aus dem lat. follis), ein einfaches Geldstück, ein Sestertius u. s. w., χώνη φόλλιν ἄγουσα φερέσβιον Pallad. in paralip. 67 (IX, 528).

Greek (Liddell-Scott)

φόλλις: -εως, ὁ, τὸ Λατ. follis, φῦσα, φυσητήριον, «μουχάνι», Ἀνθ. Π. 9. 528. ΙΙ. μικρόν τι νόμισμα, = ὀβολός, Εὐστ. 136. 13, Σουΐδ., ἀλλὰ καὶ ποσόν τι χρημάτων ἀδήλου ἀξίας. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1 ἴδε Heinich. ἐν τόπῳ, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 292.

Greek Monolingual

-εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και φόλλη, ἡ, Μ, και φόλης και φόλλος Α
(βυζ.) επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα που καθιερώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το 1/24 του μιλιαρισίου
μσν.
απροσδιόριστο χρηματικό ποσό
αρχ.
1. φυσερό
2. φόρος ιδιοκτησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. follis «φυσερό, είδος μικρού νομίσματος»].

Greek Monotonic

φόλλις: -εως, ὁ, το Λατ. follis, φυσητήρι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φόλλις: εως ἡ (лат. follis) фоллис (мелкая монета в 0.25 унции) Anth.

Middle Liddell

φόλλις, εως,
the Lat. follis, bellows, Anth.