μετάδοσις

From LSJ
Revision as of 17:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδοσις Medium diacritics: μετάδοσις Low diacritics: μετάδοσις Capitals: ΜΕΤΑΔΟΣΙΣ
Transliteration A: metádosis Transliteration B: metadosis Transliteration C: metadosis Beta Code: meta/dosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A giving a share, imparting, Hp.Jusj.; σίτων καὶ ποτῶν X.Cyr.8.2.2; μ. γίνεσθαι τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Arist.Pol.1321a26, etc.    2 exchange, Id.EN 1133a2; ποιεῖσθαι τὰς μ. Id.Pol.1257a24, cf. 1280b20.    3 distribution of benefits, Plu.Cleom.32 (pl.).    4 communication, Plot.5.1.12, Procl.Inst.56; esp. communication by word of mouth or in writing, τῆς προστάξεως A.D.Synt.260.16; notification, POxy.2134.42 (ii A.D.), 1276.19 (iii A. D.).    5 of disease, infection, Aret.SD2.13, CD2.13; μ. λοιμική Paul.Aeg.3.43.    II thesis given, subject for discussion, Plu.2.634a.

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, die Mittheilung; σίτων, Xen. Cyr. 8, 2, 2; Sp., eine in der Schule vorgelegte Frage, Plut. Symp. 2, 1, 10. – Beisteuer, Cleom. 32.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδοσις: ἡ, τὸ μεταδιδόναι, τὸ παρέχειν μέρος, Ἱππ. Ὅρκ.· σίτων Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2· μ. γίνεται τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 4, πρβλ. Ἠθ. Ν. 5. 56. 2) ἀνταλλαγὴ ἐμπορευμάτων, ποιεῖσθαι τὰς μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 9, 5, πρβλ. 3. 9, 10 κἑξ. 3) συνεισφορά, ἔρανος, Πλουτ. Κλεομ. 34. ΙΙ. ὑπόθεσις πρὸς συζήτησιν, ὁ αὐτ. 2. 634Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 partage, répartition;
2 contribution;
3 question proposée, sujet de discussion.
Étymologie: μεταδίδωμι.

Greek Monotonic

μετάδοσις: ἡ,
1. δίνω ένα μερίδιο, μοιράζομαι, συμμετέχω, σε Ξεν.
2. ανταλλαγή εμπορευμάτων, σε Αριστ.
3. συνεισφορά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μετάδοσις: εως ἡ
1) раздача (σίτων καὶ ποτῶν Xen.);
2) передача, предоставление (τοῦ πολιτεύματος τῷ πλήθει Arst.);
3) вознаграждение или пособие Plut.;
4) тема для обсуждения, вопрос Plut.

Middle Liddell

μετά-δοσις, ιος, ἡ,
1. the giving a share, imparting, Xen.
2. exchange of commodities, Arist.
3. a contribution, Plut.