κατάδυσις
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dipping: hence, setting, of stars, in pl., Hipparch. 2.6.1, Ptol.Tetr.140: metaph., κ. εὐλογιστίας, opp. ἀνατολὴ ἀφροσύνης, Ph.1.415. 2 of a river, descent into an underground course, Str.8.8.4. 3 generally, going down into, descent, Luc. VH1.33. II hiding-place, hole, Id.Am.34, Ph.1.315, Ath.11. 477d, Gal.11.167 (pl.). 2 depth, Sm.Ps.68(69).3. 3 = θαλάμη, Erot. s.v. ὕποφρον. III present world (as subject to decline), Aq.Ps.16(17).14, Id., Sm.Ps.48(49).2; so of human life, Aq.Ps.38 (39).6. IV rendering of Hebr. miphleseth 'a thing to shudder at', LXX 3 Ki.15.13. V (καταδύω 11.2) ducking of the head in a bath, Orib.Fr.48.
German (Pape)
[Seite 1347] ἡ, das Untertauchen, Untergehen, Sp., bes. von den Gestirnen; das Hinabsteigen, εἴς τι, Luc. V. H. 1, 33. – Schlupfwinkel, τοῦ ὄφεως Ath. XI, 477 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδῠσις: -εως, ἡ, ἡ ὑπὸ τὸ ὕδωρ καταβύθισις, δύσις, ἐπὶ ἀστέρων, Ἵππαρχ. εἰς Ἄρατ.·―κατάβασις, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 33. ΙΙ. κρύπτη, ὀπή, ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 34, Ἀθήν. 477D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’enfoncer ou d’être englouti.
Étymologie: καταδύω.
Greek Monotonic
κατάδῠσις: -εως, ἡ (καταδύω), καταβύθιση, κατέβασμα, κάθοδος, κατηφόρισμα, κατάβαση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατάδῠσις: εως ἡ
1) сошествие, спуск (εἴς τι Luc.);
2) убежище, нора (sc. τοῦ θηρίου Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάδυσις -εως, ἡ [καταδύω] afdaling. schuilplaats.