ἐπίφαντος

From LSJ
Revision as of 17:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφαντος Medium diacritics: ἐπίφαντος Low diacritics: επίφαντος Capitals: ΕΠΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: epíphantos Transliteration B: epiphantos Transliteration C: epifantos Beta Code: e)pi/fantos

English (LSJ)

ον,

   A in the light, alive, S.Ant.841 (lyr.); visible, manifest, Διοσκούρων ἐ. prob. in Poet. ap. Stob.1.1.31a.

German (Pape)

[Seite 999] sichtbar, noch am Leben, Ggstz οὐκ ὀλομένα, Soph. Ant. 834, Schol. ὁρωμένη καὶ ζῶσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφαντος: -ον, (ἐπιφαίνομαι) ὁ ἐν φάει ὤν, ὁ ἐν τῷ φωτί, ὁ ζῶν, Σοφ. Ἀντ. 841, πρβλ. Valck Εὐρ. Φοιν. 1349.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on voit sur la terre, càd encore vivant.
Étymologie: ἐπιφαίνω.

Greek Monolingual

ἐπίφαντος, -ον (A) επιφαίνω
1. φανερός, ορατός («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», Σοφ.)
2. έκδηλος, κατάδηλος.

Greek Monotonic

ἐπίφαντος: -ον (ἐπιφαίνομαι), αυτός που βρίσκεται στο φως, ζωντανός, ζωηρός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίφαντος: видимый, зримый, т. е. живой (οὐκ ὀλομένη - v. l. οἰχομένα - ἀλλ᾽ ἐ. Soph.).

Middle Liddell

ἐπίφαντος, ον [ἐπιφαίνομαι]
in the light, alive, Soph.