νομιστεύομαι

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστεύομαι Medium diacritics: νομιστεύομαι Low diacritics: νομιστεύομαι Capitals: ΝΟΜΙΣΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: nomisteúomai Transliteration B: nomisteuomai Transliteration C: nomisteyomai Beta Code: nomisteu/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.

French (Bailly abrégé)

être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.

Greek Monotonic

νομιστεύομαι: Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νομιστεύομαι: (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.

Middle Liddell

νομιστεύομαι,
Pass. to be current, Polyb.