ἐκγαμέομαι
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
Pass.,
A to be given in marriage, AB259, Suid.
German (Pape)
[Seite 755] pass., aus der Familie verheirathet werden, von Mädchen, B. A. 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγᾰμέομαι: «ἐκγαμηθῆναι· ὅταν εἰς ἕτερον γένος ἐκδοθῇ παρθένος, οἱονεὶ τοῖς μὴ προσήκουσι, τοῦτο ἐκγαμεῖσθαι λέγεται» Σουΐδ., Ζωναρ. σ. 663, Α. Β. 259, 30.