συμπληθύνω

From LSJ
Revision as of 16:10, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληθύνω Medium diacritics: συμπληθύνω Low diacritics: συμπληθύνω Capitals: ΣΥΜΠΛΗΘΥΝΩ
Transliteration A: symplēthýnō Transliteration B: symplēthynō Transliteration C: symplithyno Beta Code: sumplhqu/nw

English (LSJ)

[ῡ],

   A help to increase, X.Oec.18.2.    2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S.    II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:— Pass., take plural forms, ib.205.1.

German (Pape)

[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνωαὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.

French (Bailly abrégé)

compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].

Greek Monotonic

συμπληθύνω: [ῡ], πολλαπλασιάζω ή αυξάνω από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπληθύνω: (ῡ) приумножать, увеличивать Xen.

Middle Liddell


to multiply or increase together, Xen.