συντελής

From LSJ
Revision as of 14:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελής Medium diacritics: συντελής Low diacritics: συντελής Capitals: ΣΥΝΤΕΛΗΣ
Transliteration A: syntelḗs Transliteration B: syntelēs Transliteration C: syntelis Beta Code: suntelh/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, and συντελ-ής, ές,

   A joining in the payment of taxes, etc., contributor, Antipho Fr.56; ἕκτος καὶ δέκατος σ. D.18.104; οὐδὲ τριηράρχους ἔτ' ὠνόμαζον ἑαυτούς, ἀλλὰ συντελεῖς ibid.; διακοσίους καὶ χιλίους πεποιήκατε σ. Id.21.155, cf. Poll.8.156; σ. τινός with another, IG22.1631.525, al.: c. dat., αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῖς οὖσαι ἀπέδοσαν ib.12.214.24: metaph., Πάρις... οὔτε σ. πόλις neither Paris nor his associate city, A.Ag.532; θεοὺς τοὺς συμβώμους καὶ σ. Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.).    II generally, contributory, ἡ κοιλία καὶ τὰ σ. μόρια Arist. PA674a22: cf. συντελέω 11.2.    III united to a state, Σηλυμβρίαν ὡς αὑτοὺς συντελῆ ποιεῖν D.15.26; οἱ συντελεῖς Aristid.1.141 J.    IV τὸ παρῳχημένον καὶ σ. τοῦ χρόνου past and completed time, opp. παράτασις, A.D.Synt.252.9.

Greek (Liddell-Scott)

συντελής: ὁ, ἡ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ τελῶν, πληρώνων φόρους, συνεισφέρων εἰς πληρωμήν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἀρποκρ.· ἕκτος καὶ δέκατος σ. Δημ. 261· 3· συντελεῖς αὐτόθι 5. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐτὴν συντέλειαν (ΙΙ) ἢ σύλλογον, ὁ αὐτ. 564. 27, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 156· σ. τινος, μετά τινος ἄλλου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Urkund. σελ. 547, 550 κἑξ.· ― μεταφ., [[[οὔτε]]] Πάρις..., οὔτε σ. πόλις, οὔτε ὁ Πάρις... οὔτε ἡ μετ’ αὐτοῦ συνδεδεμένη πόλις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 532. ΙΙ. καθόλου, συνεργῶν μετά τινος, ἡ κοιλία καὶ τὰ σ. μόρια Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 3, πρβλ. συντελέω ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ πληρώνων φόρον εἰς ἕτερον, ὑποτελής, πόλιν εἰς αὐτοὺς συντελῆ ποιεῖν Δημ. 198. 15· οἱ συντελεῖς Ἀριστείδ. 1. 141, πρβλ. συντελέω ΙΙΙ 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
membre d’une association de contribuables (v. συντέλεια) payant la taxe en commun ; fig. qui expie avec.
Étymologie: σύν, τέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.)
2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον
3. αυτός που συνεργεί σε κάτι
4. μτφ. συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις ἐξεύχεται τὸ δρᾱμα τοῡ πάθους πλέον», Αισχύλ.)
5. φρ. «τὸ παρῳχημένον και συντελὲς τοῡ χρόνου» — το διάστημα εκείνο του χρόνου που έχει παρέλθει (Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τελής (< τέλος), πρβλ. δια-τελής, ὑπο-τελής].

Greek Monotonic

συντελής: ὁ, ἡ (τέλος),·
I. 1. αυτός που πληρώνει φόρους από κοινού με άλλους, που συνεισφέρει στη δημόσια φορολογία, από κοινού φορολογούμενος, σε Δημ.
2. αυτός που ανήκει στην ίδια συντέλεια (II), δηλ. την ίδια κοινωνικο-οικονομική τάξη ή στον ίδιο σύλλογο με κάποιον άλλον, στον ίδ.· μεταφ., (οὔτε) Πάρις, οὔτε συντελὴς πόλις, ούτε ο Πάρις ούτε η πόλη που συνδέεται μ' αυτόν, σε Αισχύλ.
II. αυτός που καταβάλλει φόρο σε κάποιον άλλον, ο φόρου υποτελής, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συντελής:
1) платящий вместе дань (πόλις Dem.);
2) сюда относящийся, сопринадлежный, придаточный (τὰ μόρια Arst.): (οὔτε) Πάρις, οὔτε σ. πόλις Aesch. ни Парис, ни город, с которым он связан.
οῦς ὁ и ἡ
1) соплательщик, член синтелии (см. συντέλεια
3) Dem.;
2) данник Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντελής -ές [συντελέω 2] belastingplichtig; overdr.. συντελὴς πόλις de stad die mede moest boeten Aeschl. Ag. 532.

Middle Liddell

συν-τελής, οῦ, ὁ, τέλος
I. joining in payment, a contributor, Dem.
2. belonging to the same συντέλεια (II) or company, Dem.:—metaph., οὔτε Πάρις, οὔτε ς. πόλις neither Paris nor his associate city, Aesch.
II. tributary, Dem.

English (Woodhouse)

paying taxes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)